- σκέπη
- η, ΝΜΑ1. σκέπασμα, κάλυμμα2. μτφ. προ κάλυψη, προφύλαξη, προστασία, υπεράσπιση (α. «φύλαξόν με υπό την σκέπην σου», εκκλ.β. «ὑπὸ τήν σκέπην τών σων προσέρχομαι πτερύγων», Πρόδρ.γ. «ἐν σκέπῃ τοῡ πολέμου», προφύλαξη από τον πόλεμο, Ηρόδ.δ. «σκέπη τῶν πνευμάτων» — προφύλαξη από τους ανέμους, Ιπποκρ.)νεοελλ.1. πέπλος2. (ανατ.-βιολ.) το επίπλοον, αλλ. τσίπα, μπόλια3. φρ. «έχω κάποιον κάτω από τη σκέπη μου» — προστατεύω, προφυλάσσωαρχ.1. (σε αναφορά προς τον οπλισμό, ιδίως την ασπίδα) προστατευτική προκάλυψη2. φρ. α) «σκέπη δερματική» — το δέρμα τού σώματοςβ) «σκέπη τοῡ σώματος»i) αμφίεση, ρούχαii) η σάρκα, που καλύπτει τα οστάγ. «σκέπη φλοιῶτις» — φλοιός.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκέπας (βλ. και λ. σκέπας)].
Dictionary of Greek. 2013.